Thursday, September 27, 2012

Strapping Young Lad - City (1997)


Βρισκόμουν στην Αγγλία, στην ευρύτερη περιοχή του Greenwich, λίγο πιο κει από τον πρώτο μεσημβρινό, στο Woolwich συγκεκριμένα. Σπούδαζα. Και προσπαθούσα να κρατάω επαφή με την αγαπημένη μου μουσική, λίγο χρησιμοποιώντας το, ακόμα άγουρο για το ευρύ κοινό, Internet και διαβάζοντας αγγλικά “metal” περιοδικά. Τα εισαγωγικά διότι το Kerrang! ας πούμε, ήταν κατά βάση ένα τρέντι περιοδικό του «σκληρού» (και όχι πάντα) ήχου, με ελάχιστα πράγματα που να με ενδιέφεραν. Και συνεχή προβολή πραγμάτων που κατά κανόνα δεν μου αρέσανε. Και ακόμα περισσότερο προβολή βρετανών πουθενάδων που πιθηκίζανε αυτούς που κατά κανόνα δεν μου αρέσανε. Αλλά ας μην πιάσω τώρα τον αγγλικό μεταλλικό τύπο, είναι μεγάλη ιστορία αυτή και ενδιαφέρουσα αλλά θέλει δικό της ποστ η καταγραφή της αποψάρας μου. Πίσω στον πρώτο μεσημβρινό και εμένα να ξεψαχνίζω τον ελαφρώς σχετικό τύπο.

Εν μέσω αυτής της ξηρασίας, το μάτι μου έπεσε σε ένα CD του Metal Hammer το οποίο συμπεριελάμβανε ένα νέο κομμάτι Strapping Young Lad, το Detox συγκεκριμένα. Τους SYL τότε δεν τους ήξερε και κανείς. Λίγοι είχαν ασχοληθεί με τον Devin ακόμα, κανείς δεν τον ήξερε για ιδιοφυή εκκεντρικό, το skullet δεν έβγαζε μάτι ακόμα, το ντεμπούτο τους ενώ είχε πάρει καλές σχετικά κριτικές (και κακές) δεν είχε ακουμπήσει και το πιο αξιόλογο πράγμα στην καριέρα του, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν η συμμετοχή του στο Sex and Religion του Vai. Θυμάμαι και ένα μπινελίκι που είχε εισπράξει από το ελληνικό Metal Hammer για μια διασκευή του που υπήρχε στο tribute των Judas Priest (εντελώς άστοχα παρεμπιπτόντως). Ανάμεσα στους αγνοούντες του καπνού που φούμαρε ο Devin ήμουν και εγώ.


Το όνομα Strapping Young Lad όμως μου ήταν γνωστό πριν κάτι μήνες για έναν πολύ απλό λόγο. Τύμπανα θα έπαιζε ο Gene Hoglan. Για όσους δεν το γνωρίζουν, έχω μια μεγάλη λατρεία στον Gene Hoglan από την θητεία του στους Dark Angel και τους Death. Απλά ήθελα να ακούσω τι κάνει ο Hoglan, οπότε έβαλα το CD στο σπίτι του Σπύρου (φίλος που αγόραζε Χάμερ και με έβγαζε από τον κόπο!) να δω τι ψάρια πιάσαμε. Άκουσα ένα λεπτό από το κομμάτι και είπα «γιατί όχι;».

Straight riff με τις μπότες του Gene να ντουμπλάρουνε την πένα και οδηγάνε όλο το γκρουβ, το οποίο είναι heavy enough for me. Δεν έδωσα παραπάνω σημασία, άκουσα ότι το κομμάτι δεν είναι κάτι ξώφθαλμα άσχετο από τα ακούσματά μου και αποφάσισα να αγοράσω τον δίσκο που παίζει ο Hoglan και βλέπουμε. Δεν πήρα χαμπάρι την μεγαλειώδη αλλαγή στην μέση, δεν ένιωσα κατευθείαν τα ρίγη που στέλνει η απεγνωσμένα βίαια μελωδική φωνή του Devin. Κατάλαβα μόνο αργότερα ότι ουσιαστικά αυτό που μου έκανε το κούκου ήταν η μελωδική γραμμή που ίπταται και οδηγεί τον straight, απλωτό χείμαρρο που είναι το ριφφ. Εγώ απλώς είχα το μυαλό μου στον Gene. Η καρδούλα μου τσίμπησε με το vocal line όμως.

Αυτά έγιναν αντιληπτά όταν αγόρασα τον δίσκο, από τις πρώτες (σχεδόν) «τυφλές» αγορές που έκανα στην Αγγλία. Διαπίστωσα με χαμόγελο την ρήση “All Hail the New Flesh”, στο βιβλιαράκι και στον τίτλο του κομματιού, αναφορά στο Videodrome του Cronenberg. Ένιωσα ψαγμένος που το ήξερα αυτό. Κακώς βέβαια, γιατί η αλήθεια ήταν ότι είχα δει πρώτη φορά το Videodrome (μια κλασσική ταινία του 1983) κανα-δυο μήνες πριν. Βοήθησε όμως για να μεταφέρει μια γενναία δόση vibe.

Videodrome: All Hail the New Flesh



Έδενε με το όλο στήσιμο του δίσκου: City. Η χαοτική σύγχρονη μεγαλούπολη, όλο και πιο καταθλιπτική για τον Devin, όλα ψυχρά και ηλεκτρονικά και καθόλου μα καθόλου ανθρώπινα. Για έναν νέο άνθρωπο, αυτό μεταφραζόταν σε κατάθλιψη, παράνοια, απόγνωση και εν τέλει απελπισία. Αλλά με πολύ, πολύ μπριζωμένο θυμό, νεύρα τεντωμένα τέρμα. Το όλο πακέτο δένει μια διάχυτη σαρκαστική και αυτοσαρκαστική (ευτυχώς) ειρωνεία και χιούμορ. Εδώ θέλω να κάνω μια παρένθεση.

Πιθανώς και εσείς να έχετε εντυπωσιαστεί στο παρελθόν από ιστορίες που λένε για καλλιτέχνες που βίωσαν τόσο έντονα την τέχνη τους, που χρειάστηκαν ψυχοθεραπεία μέτα για να συνέλθουν. Η πιο γνωστή περίπτωση στα καθ’ημάς, είναι αυτή του Geoff Tate, που έχει αναπαραχθεί κατά κόρον, όταν χρειάστηκε λέει ίσιωμα μετά τις ηχογραφήσεις του Operation Mindcrime. Να πω την αλήθεια, την τρίτη φορά φορά που το διάβασα κάπου, είπα μέσα μου «ε, χέστηκα, σιγά πια», δεν λέω, δίνει ρέστα όπως σε κάθε δίσκο μέχρι το 1994 αλλά δεν βρίσκω κάτι τόσο συγκλονιστικά πειστικό στην ερμηνεία του πια. Πιο πολύ μου κάνει για μεγεθυμένη ιστορία που στόχο έχει να ψαρώσει τον ακροατή, να πει «γουάου, δικέ μου, ο Tate αρρώστησε εντελώς με την ερμηνεία του εδώ». Με τα χρόνια έχω γίνει πλέον κυνικός στο συγκεκριμένο θέμα, μετά που είδα και τι ρεντίκολο είναι το άτομο, δεν θα μου προκαλούσε καθόλου κατάπληξη η ψυχοθεραπεία που χρειάστηκε να ήταν τύπου Some Kind of Monster. Με έναν καμαρωτό παπάρα στα όρια του απατεώνα που προσπαθεί να πείσει κάτι τύπους να γράψουνε μουσική.

Ε, λοιπόν, στην περίπτωση του Devin Townsend κάνω μια εξαίρεση. Γιατί πολύ απλά με πείθει ότι ο τύπος που σκάρωσε, έγραψε και τραγούδησε το “City”, δεν πάει καλά, δεν την παλεύει μία. Αλλά έχει τόνους ταλέντο και όλο το σύσκατο που κουβαλάει μέσα του το έχει μετατρέψει σε ένα μοναδικό (για μένα τουλάχιστον) ηχόχρωμα σκληρής μουσικής που με πορώνει, με κάνει να χορεύω, να τραγουδάω, να κοπανιέμαι, συχνά δε, να με ανατριχιάζει ολότελα, ένα γεγονός που με θλίψη διαπιστώνω ότι όλο και σπανίζει σαν εμπειρία. Όταν αργότερα διάβασα ότι έπρεπε μετά τις περιοδείες του δίσκου να αντιμετωπίσει το bipolar disorder του, με το να κλειστεί σε ψυχιατρική κλινική, με ψυχοφάρμακα και λοιπά, μου φάνηκε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου.

Κλείνει η παρένθεση, με την σημείωση ότι στο City θα ακούσετε έναν πολύ πειστικά χαλασμένο άνθρωπο να ουρλιάζει τα σωψυχά του εντυπωσιακά μελωδικά. Ο δίσκος πάντως, για να μπούμε σε μια σειρά επιτέλους, δεν περιμένει τίποτα για να δείξει τις προθέσεις και τα δόντια του. Κλανκ, κλανκ, κλανκ και μπουμ! Σκάει ο τοίχος του ήχου που αποτελεί πλέον πατέντα του κυρίου Townsend. Ένας ήχος που ενώ έχει ευκρίνεια και ακούς τα όργανα μια χαρούλα, σαν να επικαλύπτεται από white noise (τα χιόνια της τηλεόρασης ντε… φσσσσσς!), που σε μεταφέρουν στην μόνιμη βοή της μεγαλούπολης που λέγαμε. Μπλιμπλίκια πίου-πίου γυροφέρνουν στις συχνότητες, χωρίς να μπαίνουν μπροστά με ενοχλητικό τρόπο, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την industrial γεύση που υπάρχει στο δίσκο. Η μπάντα αλληλοκοιτάζεται και ξαφνικά αρχίζει το εμβατήριο της παράνοιας. Μονότονο, άκρως επιθετικό, κάπου στο μυαλό σου βλέπεις τον Hoglan να θέλει να σπάσει το πιατίνι του. Όλα τα λεφτά όμως είναι ο Devin. Δεν πολυπιάνεις τι λέει (εγώ όχι πάντως) αλλά το νόημα το πιάνεις, φτύνει θυμό στον κόσμο… «Are you listening? Are you? FUCK YOU!” και παραδόξως δεν μου βγάζει καθόλου εφηβικό αφελή παροξυσμό. Αντιθέτως, τα backup φωνητικά που ντύνουν το σφυροκόπημα είναι απολύτως καθηλωτικά, απλά φωνήεντα που όμως προμηνύουν ότι κάτι έρχεται…

Σε ενάμιση λεπτό το Velvet Kevorkian με έχει βάλει να στρογγυλοκάθομαι και να ακούω με τεντωμένα αυτιά. Δεν προσέχω τον Hoglan. Η μπάντα κλείνει σε μια νότα η οποία μπάζει το All Hail the New Flesh, το πρώτο ουσιαστικά κομμάτι του δίσκου. Μπαίνει με ένα ριφ και ξαφνικά σκάει όλος ο θόρυβος. Φασαρία, βοή, πανικός και χάος. Και πριν προλάβεις να πεις «έλα, κόφτο τώρα» έρχεται πραγματικά μια λυτρωτική φωνή από πίσω και ισιώνει όλο το πράμα. Φύγαμε μάγκες. Hey man, I am gonna fuck this shit up, no fear, no compromise, I want it all. Κιθάρες και μπότες απόλυτα ντουμπλαρισμένες σε ένα Fear Factory πλαίσιο αλλά με το wall of sound να του δίνει εντελώς δικιά του γεύση. I have got to save myself, don’t tell me there’s no one else… Και από εκείνο το σημείο εγένετο έρωτας. Διότι τραγουδάει ο Devin και δεν ξέρω γιατί, αποτύπωνε την επιθετικότητά του τόσο μα τόσο επιτυχημένα, με μια ιδιαιτερότητα όμως. Μονίμως λόγω της μελωδίας, λόγω κάποιας φράσης, το νιώθεις ότι υπάρχει μια γλυκιά ευαισθησία από κάτω, παντού έκδηλη. Μια ευαισθησία για το όμορφο και το ωραίο και την αγάπη στο κάτω-κάτω, μόνο που έχει χτυπήσει στην σκατίλα και τον καπιταλιστικό κυνισμό της μοντέρνας καρχαριοκοινωνίας που την έχει καταστήσει απελπισμένη και πολύ θυμωμένη. Τον ίδιο θυμό που νιώθουμε όλοι ως άνθρωποι. Όλο αυτό το πράγμα νομίζω αποτυπώνεται στο ρεφρέν του All Hail the New Flesh. Εκεί που λέει «cause it suits me fine», o τρόπος που ανοίγει η μελωδία στην λέξη «fine» μαρτυράει ότι όχι, δεν είναι καθόλου fine αυτό το πράγμα. Και έτσι μέσα σε αυτές τις αντιφάσεις «γαμιέστε ρε καριόληδες», «θέε μου είμαι τόσο μόνος, πού είστε;», όλος ο δίσκος κυλάει νερό. Με γελοιωδώς πιασάρικες συνθέσεις, κάτι που δεν κατάφερε σε κανέναν άλλο δίσκο στην καριέρα του ο Devin και σε αυτό θα επιμείνω μέχρι να πεθάνω: Εδώ έχουμε την συγκλονιστικότερη δουλειά του και πραγματικά, δεν νομίζω να τα ξανακαταφέρει. Αν και στο (καταπληκτικό) Terria προσεγγίζει την άλλη όψη - της γαλήνης - με εκείνο το μεγαλειώδες σερί του Earth Day / Deep Peace.

"Well gentlemen… a great deal of money has been invested in this project and we can’t allow it to fail…", ακούγεται ο σιχαμένος γραβατάκιας. Και δώστου πάλι τσίτα. Πολύ όμως τσίτα, φτύνει στίχους τόσο γρήγορα, τόσο οργισμένα, που θες να πάρεις εσύ ανάσα για πάρτη του. Ευτυχώς το κάνει στο ρεφρέν σκάσιμο: “Oh my fucking God”. Πίου-πίου πάλι τσαχπινιές, επανάληψη με εντυπωσιακά αποτελέσματα και μετά, όπως διάβασα κάπου επιτυχημένα, αδειάζει ένα τσουβάλι μπακέτες στο ταμπούρο. Ε, κάπου εδώ να πω και μια κουβέντα επιτέλους για το παίξιμο του Gene Hoglan.

Λοιπόν, δεν ήταν αυτό που περίμενα, δεν ήταν καν αυτό που ήθελα, να καταθέτει τύμπανα δηλαδή που να μαρτυράνε ότι είναι η αφρόκρεμα των τυμπανιστών. Αλλά στο τέλος μπορούσα μόνο να δώσω ατέλειωτο σέβας. Τα τύμπανα δεν έχουν τον ηχητικό πλούτο που ξεχειλίζει η δουλειά του στα Death άλμπουμ. Δεν έχουν ούτε την ανελέητη θρασίλα που καθιστά τόσο επικίνδυνο το Darkness Descends. Ο Gene εδώ πιάνει τον ηλεκτρονικό παλμό που διαπερνάει το City και είναι πραγματικά ένας ζωντανός μετρονόμος. Τονίζω όμως και τις δύο λέξεις: Και ζωντανός και μετρονόμος. Εκπληκτικός και συμβάλλει τα μέγιστα στην τόσο μοναδική ηχητική ταυτότητα του δίσκου και της μπάντας. Detox. Που μάλλον, είναι και το αγαπημένο μου κομμάτι στον δίσκο. Περιέγραψα ήδη για τι πράγμα μιλάμε. Αλλά θέλω να εξομολογηθώ πόσο πολύ με άγγιξε αυτό το break στην μέση. O τρόπος που πετάει το κατηγορώ του στον κόσμο, τον κόσμο που απέτυχε, στάζει πόνο και θυμό. So here are my hopes and aspirations… nothing but puke. Μέσα στο μελωδικό πλαίσιο βίας που λέγονται αυτά τα λόγια, δεν ξέρω τι να σας πω, όταν με κατακλύζει το σιχαμένο αίσθημα της περιφρόνησης (που πονάει), εδώ καταφεύγω και εδώ βρίσκω αγαλλιαση.

Το αυτό ισχύει και για άλλες δύο τεράστιες κατά την γνώμη μου στιγμές του δίσκου. Το AAA που γκρουβάρει πιο ηλεκτρονικά από όλα τα κομμάτια εκεί μέσα και αποτελεί μια από τις καλύτερες ερμηνείες του Devin στον δίσκο και τονίζει πολύ αυτό που έλεγα για τον Gene. Πόσο εξυπηρετεί τις συνθέσεις. Κομματάρα, πιασάρικη. Η άλλη στιγμή είναι λιγότερο πιασάρικη και περισσότερο προσωπική. Spirituality. Ιδανική για να αποτυπωθεί η φάση του Devin.

Χωρίς καμία απολύτως υπερβολή, αυτός είναι ο ένας δίσκος στον οποίο καταφεύγω χρόνια τώρα όταν είμαι απολύτως θυμωμένος με κάτι και μετά από το ανελέητο σφυροκόπημα και headbanging, νιώθω πραγματικά καθαρός μετά την ακρόαση. Ψυχοθεραπεία λοιπόν, ισχύει και για τις δυο μεριές, καλλιτέχνη και ακροατή.

Σίγουρα ο δίσκος δεν είναι για τον κλάσσικό παραδοσιακό ακροατή. Θα έλεγα ότι οι επόμενοι Strapping Young Lad δίσκοι είναι πιο παραδοσιακοί και προσιτοί στον μέσο μεταλά και σίγουρα εκείνοι είναι που προβλήθηκαν περισσότερο, μιας και το όνομα του Devin έπιασε με μια χρονοκαθυστέρηση, αν και είναι αναμφισβήτητο ότι τα φώτα άρχισαν να πέφτουν πάνω του με αυτόν τον δίσκο. Όλοι οι επόμενοι δίσκοι πάντως υπολείπονται (και τολμώ να πω σημαντικά) του City. Όλοι εννοώντας των SYL και κάθε δίσκου που έχει κυκλοφορήσει ο Devin, που περιλαμβάνει πολλά διαμάντια, δεν το λέω καθόλου ελαφρά και σίγουρα καθόλου αφοριστικά για την λοιπή δισκογραφία του. Το μεγαλείο που υπάρχει εδώ πάντως, γιατί πέρι τέτοιου πρόκειται, δεν νομίζω ότι θα το ξανακούσουμε τόσο πολύ μαζεμένο γιατί, ευτυχώς, ο Devin έγινε καλά. Ή έτσι φαίνεται τέλος πάντων.